Δημοσιευμένα σχόλια σε άρθρο της kathimerini.gr / Μ. Παπαδημητρίου / 26-12-2010 με τίτλο «όλα στην πραγματική οικονομία»
‘’ Ολα στην πραγματική οικονομία ‘’
Του Μπαμπη Παπαδημητριου
( Διαβάστηκε και σχολιάστηκε στις 25/12/2010 )
κ. Παπαδημητρίου,
Η πραγματική οικονομία δεν θα ανακάμψει αν οι τράπεζες δεν διοχετεύσουν σ’ αυτή, κατά προτίμηση στο παραγωγικό της κομμάτι, ρευστό για ενίσχυση των διαθεσίμων των ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και των καταναλωτών. Όσο δεν γίνεται αυτό καλό είναι να μη τρέφουμε φρούδες ελπίδες.
Φυσικά το θέμα είναι γιατί δεν γίνεται…………το ερεύνησε κανείς ;
Αν και οι λόγοι είναι κάτι παραπάνω απο προφανείς, προκαλεί εντύπωση γιατί δεν ανακοινώνονται υπεύθυνα απο τους αρμόδιους……………………..
Ίσως υπάρχει συμπαιγνία που κρύβεται επιμελώς……………………………….
Η πραγματική οικονομία είναι ψυχολογία των πολιτών και των επιχειρήσεων, την οποία οι ταγοί των οικονομικών υπουργείων και των τραπεζών όχι μόνο ηθελημένα αγνοούν αλλά κάνουν και ότι περνάει απο το χέρι τους για να την καταρακόσουν. Ως πότε όμως……………………………………………………
Ευχαριτώ
Σχολίασε ο/η ΚΑΛΛΙΑΣ ΔΡΑΚΟΣ | 11:18:33, Δεκέμβριος 25th, 2010
Χρειαζόμαστε, για το 2011, μια πλήρη στροφή ενδιαφέροντος στην πραγματική οικονομία. Είναι καιρός να ξεφύγουμε από τη συνεχή, μονομερή και, συχνά, αδιέξοδη προσήλωσή μας στο δημοσιονομικό πρόβλημα. Δεν έχουμε βεβαίως περάσει τον κίνδυνο, με τον οποίο επιβαρύνει το κράτος, και τα άθλια οικονομικά του, την οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή τη ζωή όλων μας, αλλά σε μεγάλο βαθμό «το νερό έχει μπει στο αυλάκι».
Δεν είναι καθόλου μικρό κατόρθωμα. Αναλογιστείτε πόσο εύκολα «ξεχείλισε» το έλλειμμα. Είναι προφανώς εξαιρετικά σημαντικό να μην ξεφύγει ούτε εκατοστό το πρόγραμμα μείωσης των πολλών κρατικών ελλειμμάτων. Με την ελπίδα πως αυτό θα συμβεί -όσο το δυνατόν πιο κοντά στον στόχο- το βάρος μετακινείται, ακόμη πιο καθοριστικά, στην πλευρά της πραγματικής οικονομίας.
Κάνουμε συχνά το λάθος να πιστεύουμε ότι αρκεί να επανέλθει η συνολική κατανάλωση σε επίπεδα πριν από την κρίση. «Ο κόσμος δεν έχει χρήματα να ξοδέψει, αυτό πεθαίνει την αγορά», υπογραμμίζουν οι εκπρόσωποι των «τάξεων». Το επιχείρημα έχει, μάλιστα, πολλαπλή χρήση. Να διατηρηθούν οι αμοιβές, να συντηρηθούν τα δάνεια, να μην κλείσει το Δημόσιο, είναι μερικά από αυτά. Ομως, ο πραγματικός λόγος είναι πως από την ελληνική οικονομία έχει χαθεί η εμπιστοσύνη.
Με τον ίδιο, σχεδόν, τρόπο, για τους ίδιους, πρακτικώς, λόγους και με τις ίδιες, τελικά, επιπτώσεις που χάσαμε την εμπιστοσύνη της διεθνούς οικονομίας. Αυτό είναι, κατά κύριο λόγο, που δημιουργεί το βαρύ κλίμα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι έμποροι και επιχειρήσεις. Τα υπόλοιπα ήταν μάλλον αναμενόμενα. Η τραπεζική χρηματοδότηση, κάρτες, καταναλωτικά, στεγαστικά, ακάλυπτες επιταγές και πληθωριστικά κεφάλαια κίνησης, κάποια στιγμή θα εξατμίζονταν.
Η Ελλάδα έζησε τη δική της «φούσκα». Από τα ακίνητα στο Χρηματιστήριο. Από εκεί στον υψηλότατο δανεισμό. Με συνεχή πληθωρισμό εισοδημάτων και κερδών σε μια κλειστή οικονομία. Ο,τι χρειαζόταν για να υποδαυλίζεται μια διαρκώς λιγότερο ανταγωνιστική και περισσότερο «άδικη» κατανομή των διαθεσίμων κεφαλαίων και εισοδημάτων. Στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, η δημιουργία πραγματικών αξιών από την πραγματική οικονομία μειώθηκε απελπιστικά. Το κομμάτι της παραγωγικής εργασίας μειωνόταν συνεχώς σε «όφελος» των μη παραγωγικών και συχνά των παρασιτικών δραστηριοτήτων, με πρώτο το κράτος και δεύτερο το πλήθος των μικρών κρίκων της βαριάς αλυσίδας εισαγομένων ή υπερτιμημένων αγαθών και υπηρεσιών.
Πώς όμως θα γίνει το 2011 έτος της πραγματικής οικονομίας; Το απόλυτο κριτήριο ήταν πάντοτε και παραμένει το συγκριτικό κόστος παραγωγής. Το οποίο εξαρτάται από τέσσερις βασικούς παράγοντες. Το κόστος χρηματοδότησης του απαραίτητου κεφαλαίου, το κόστος προμήθειας και προσαρμογής των βασικών ενδιάμεσων προϊόντων, το κόστος εύρεσης και χρήσης της κατάλληλης εργασίας και το κόστος διάθεσης των προϊόντων και υπηρεσιών. Από τα προηγούμενα, η ελληνική οικονομία μπορεί να ελέγξει τα δύο και από αυτά κυρίως μόνον το ένα: το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Χρησιμοποιείται πρόσφατα το επιχείρημα πως «αν το αποτέλεσμα εξαρτιόταν από το κόστος εργασίας, τότε το Μπανγκλαντές θα ήταν η πλέον ανταγωνιστική χώρα». Αυτό είναι σωστό. Σε απόλυτους όρους, η εξαθλιωμένη εργασία της άτυχης αυτής χώρας είναι από τις φθηνότερες, και μόνον με αυτό το χαρακτηριστικό κατορθώνει να επιζήσει. Ευτυχώς, η Ελλάδα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία.
Η σωστή σύγκριση αφορά εκείνους που διαθέτουν συγκρίσιμα αγαθά. Στον τουρισμό, για παράδειγμα, το χαμηλότερο κόστος της Τουρκίας ή κάποιων «εξωτικών» προορισμών, μας δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα. Το ίδιο στην επισκευή πλοίων. Στις δύο αυτές περιπτώσεις και σε άλλες παρεμφερείς μια συστηματική μείωση κόστους εργασίας συνδυασμένη με πολύ υψηλότερη ποιότητα, θα φέρει το αποτέλεσμα που χρειαζόμαστε, χωρίς να γίνουμε Μπανγκλαντές.
Στα πολλά επόμενα χρόνια, οι κλάδοι που θα είναι σε θέση να προσφέρουν καλύτερες αμοιβές και στιβαρά κέρδη, θα είναι όσοι ασχολούνται με διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Το δεύτερο από τα διπλά ελλείμματα, το άνοιγμα στις διεθνείς συναλλαγές μας είναι το καθοριστικό κριτήριο επιβίωσης της χώρας.
Οι προβλέψεις μιλούν για συνταρακτική μείωση του εξωτερικού ελλείμματος. Το 2015, λέει το μακροχρόνιο σενάριο του ΔΝΤ, το ετήσιο άνοιγμα θα έχει περιοριστεί σε μόλις 8,4 δισ., όταν το 2008 είχε φτάσει στα 30,8 δισ. ευρώ. Ποσά που αντιστοιχούν στο 3,3% του ΑΕΠ, έναντι 14,8% για τα δύο ίδια έτη!
Επιπλέον, η προσπάθεια αυτή δεν απαιτεί γιγάντιους πόρους και περίπλοκες τεχνολογικές ικανότητες. Η προώθηση, σε ποσότητα και ποιότητα, τουρισμού, ενέργειας, έργων περιβάλλοντος και υποδομής, ειδικών καλλιεργειών και παιδείας είναι ακριβώς αυτό που μπορεί να κάνει η χώρα. Στους αντίστοιχους χώρους θα απορροφηθούν οι διαθέσιμοι ανθρώπινοι πόροι και θα συρρεύσουν τα κεφάλαια που ψάχνουν ευκαιρίες. Αρκεί, εμείς, πλέον, να φανούμε πραγματικά και επαρκώς ικανοί για να τις καλλιεργήσουμε.