Δημοσιευμένα σχόλια σε άρθρο της kathimerini.gr / Μ. Παπαδημητρίου / 28-11-2010 με τίτλο ” όσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα ”

”  Οσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα  ”

Του Μπαμπη Παπαδημητριου  28-11-10 

κ. Παπαδημητρίου,
Κατά βάση, θα συμφωνήσω μαζί σας.
Επειδή όμως η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από μονιμοτέρου χαρακτήρα αλλαγές προς τη σωστή κατεύθυνση μέσα σε ένα κλίμα διαρκούς και υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης, κρίνεται σκόπιμο να γνωρίζουν όλοι οι Έλληνες την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες σήμερα προκειμένου να κριθεί πραγματικά η συμβολή τους στην ανάκαμψη της οικονομίας με επίσημη και δημόσια αναλυτική ενημέρωση απο την Τράπεζα της Ελλάδος. Άλλως τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα………………………….
Σε ότι αφορά την συμπεριφορά της Γερμανίας, κρίνεται σκόπιμο να περιμένουμε πρώτα την απόφαση του συνταγματικού της δικαστηρίου επι της προσφυγής Γερμανών προσωπικοτήτων για την αντισυνταγματικότητα της συμμετοχής της Γερμανίας στον μηχανισμό στήριξης της Ε.Ε. και μετά θα κρίνουμε. Πάντως, μάλλον θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί το όραμα των ευρωπαϊστών για μια ” Ευρωπαϊκή Γερμανία ”.

Σχολίασε ο/η ΚΑΛΛΙΑΣ ΔΡΑΚΟΣ | 20:23:47, Νοέμβριος 28th, 2010

Υπάρχει, για να είμαστε πρακτικοί και συγκεκριμένοι, ένας και μόνος τρόπος για να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία: να εκδώσουν οι τράπεζες νέα δάνεια. Προφανώς δεν σας λέω κάτι καινούργιο. Ολοι οι εκπρόσωποι των διαπλεκόμενων επαγγελμάτων λένε το ίδιο. Μόνο που εννοούν κάτι διαφορετικό.

Πιστεύουν πως αν οι τράπεζες έδιναν δάνεια, δεν θα είχε μειωθεί η εμπορική και συναλλακτική δραστηριότητα. Ακούγεται λογικό, αλλά δεν είναι. Οι τράπεζες δανείζουν όσους πιστεύουν ότι έχουν ένα καλό σχέδιο και μια καλή εγγύηση. Αυτή είναι η έννοια της «πίστης». Θα πείτε: «Γιατί, τότε, έδιναν τα προηγούμενα χρόνια;». Ορθή παρατήρηση. Γιατί όλοι -και οι τράπεζες- πίστευαν ότι όλα, τότε, πήγαιναν προς τα πάνω.

Οι επιχειρήσεις θα ανοίξουν τις δουλειές τους, τα εισοδήματα των καταναλωτών θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν, οι τιμές των ακινήτων θα αυγαταίνουν και τα δανειακά κεφάλαια των ιδίων των τραπεζών μεταξύ τους θα είναι συνεχώς ευκολότερα.

Η αλυσίδα έσπασε λίγο αργότερα. Στα ακίνητα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και σε Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία. Ακόμη και στην Ελλάδα, η φούσκα των κατοικιών έσκασε επειδή οι εργολάβοι υπερτίμησαν υπερβολικά τις τιμές της γης, και όμως επέμειναν.

Ακόμη και σήμερα, μετά το επεισόδιο της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο 2008, οι τράπεζες είναι φορτωμένες με αξίες που δεν μπορούν να βρουν αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία. Ούτε, βεβαίως, θα το βρουν σύντομα. Μόνο όταν θα έχουν επιστροφή σε παραγωγικές μέρες, στην ανάκαμψη της οικονομίας, θα υπάρξει εμπιστοσύνη στη μελλοντική αξία του χρήματος. Μόνο τότε οι επενδεδυμένες αξίες θα αποκτήσουν και πάλι το νόημά τους. Και, τελικά, η εμπιστοσύνη θα επιστρέψει πίσω στον πακτωλό των χρηματικών επενδύσεων, οι οποίες, ακόμη και μετά όλη αυτή την καταστροφή, παραμένουν πολλαπλάσιες της αξίας των προϊόντων και υπηρεσιών που δημιουργεί η ανθρωπότητα.

Χρήματα θα μπουν στις οικονομίες όταν θα υπάρξουν εμπιστοσύνη και νέα επενδυτικά σχέδια. Για να συμβεί αυτό, πρέπει τα κράτη να βάλουν και πάλι τάξη στα οικονομικά τους. Κανένας επιχειρηματίας δεν ξεκινά να δημιουργήσει κέρδη με ένα κράτος που κρύβει τις ζημίες του, αφού όλοι γνωρίζουν πως ο μόνος τρόπος να μειωθούν οι κρατικές ζημιές είναι να αυξηθούν οι φόροι. Κάπου εδώ έχει κολλήσει το μηχανάκι του συστήματός μας. Ο ένας περιμένει τον άλλον. Στη Γερμανία, πάντως, πιστεύουν πως έχουν βρει τη λύση. Κάποιοι θα θυμηθούν τον απαράγραπτο οικονομικό νόμο ενός από τους πρώτους οικονομολόγους της σύγχρονης περιόδου, του Jean Baptiste Say. Βιομήχανος στην εποχή του, ο Say εξήγησε, αν και όχι με αυτά ακριβώς τα λόγια, πως «είναι η προσφορά που γεννά τη ζήτηση των προϊόντων». Τοιουτοτρόπως καθιέρωσε τον απλό νόμο ο οποίος μας θυμίζει ότι η επανεκκίνηση, που τόσο λατρεύει ο Γιώργος Παπανδρέου, απαιτεί κατά κύριο λόγο ανθρώπους που να θέλουν να δημιουργήσουν νέο πλούτο.

Οι άνθρωποι αυτοί, επιχειρηματίες και οργανωμένες επιχειρήσεις, χρειάζονται εμπιστοσύνη και χρήμα. Το παράδοξο είναι ότι η Ελλάδα έχει ελάχιστη ποσότητα από το πρώτο συστατικό, αν και χρησιμοποιεί τεράστιες ποσότητες από το δεύτερο. Μη βιαστείτε να το αμφισβητήσετε: από το σύνολο της ρευστότητας που είναι διαθέσιμη και κυκλοφορεί στην Ευρωζώνη, το 93% χρησιμοποιείται στις χώρες που έχουν φτάσει στην καταστροφή: Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία.

Μάλιστα, η Ιρλανδία έχει πάρει από το σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που είναι ο διαχειριστής του ευρωσυστήματος ρευστότητας σε ευρώ, τη μερίδα του λέοντος. Τα 130 δισ. από ένα σύνολο σχεδόν 600 δισ. Η Ελλάδα ακολουθεί, με τις τράπεζές μας να έχουν «αρμέξει» ρευστότητα 95 δισ., έναντι 75 της Ισπανίας που διαθέτει οικονομία τέσσερις φορές μεγαλύτερη από τη δική μας και σχεδόν επτά φορές από την ιρλανδική.

Αντιθέτως, οι οικονομίες που πάνε καλύτερα από τις άλλες, όπου η οικονομική δραστηριότητα φαίνεται να γυρίζει στο σταθερό πράσινο, Γερμανία, Αυστρία και Φινλανδία, καταναλώνουν μόνον το 7% της συνολικής ρευστότητας. Αν σκεφτεί κανείς ότι η καθαρή συνεισφορά των τριών αυτών χωρών είναι θετική, ότι δηλαδή αποταμιεύουν περισσότερα κεφάλαια από όσα «καταναλώνουν», εύκολα κατανοούμε πως είναι λογικό να έχουν τον τελευταίο λόγο για τους τρόπους με τους οποίους θα διασωθεί το ευρωσύστημα.

Είναι λοιπόν ορθό να ζητεί η Γερμανία τη συμμετοχή όλων, άρα και όσων «ιδιωτών» έχουν στα χέρια τους τίτλους των κρατών που περνούν δύσκολες στιγμές, προκειμένου να εγγυηθούν οι Γερμανοί ολόκληρο το υφιστάμενο σήμερα κρατικό χρέος που έχει εκδοθεί σε ευρώ. Το σχέδιο που αποκάλυψε ο Κ. Καρκαγιάννης στην προχθεσινή «Κ» προβλέπει πολύ απλά ότι οι επενδυτές θα δεχθούν την επιμήκυνση του χρέους. Υποχρεωτικά, αλλά με αντάλλαγμα ότι το κράτος-μέλος θα καταρτίζει συνεχώς ανανεούμενα προγράμματα λιτότητας μέχρις ότου εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά του. Χρειάζεστε άλλον λόγο απ’ αυτόν για να καταλάβετε γιατί πρέπει να αφεθεί πλήρως ελεύθερος ο παραγωγικός και ιδιωτικός τομέας της οικονομίας; Το γρηγορότερο και όσο ακόμη προλαβαίνουμε!