Δημοσιευμένα σχόλια σε άρθρο της kathimerini.gr / Μ. Παπαδημητρίου / 4-11-2010 με τίτλο “το χρέος οδηγεί στην εσωτερική υποτίμηση”

Το χρέος οδηγεί στην εσωτερική υποτίμηση

Του Μπαμπη Παπαδημητριου  04-11-10

κ. Παπαδημητρίου
το περιεχόμενο αυτού του άρθρου πρέπει να είναι η βάση της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα 3-5 χρόνια προκειμένου να μην ευοδωθούν οι επιδιώξεις των πλούσιων βόρειων εταίρων μας.

Σχολίασε ο/η ΚΑΛΛΙΑΣ ΔΡΑΚΟΣ | 13:01:34, Νοέμβριος 4th, 2010

            

Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει η Ελλάδα να πληρώσει τα χρέη που δημιούργησε στο παρελθόν. Αν τουλάχιστον το Μνημόνιο αφορούσε τη μεθόδευση αποπληρωμής των υφισταμένων χρεών, θα μπορούσαμε να ελπίζουμε. O κρατικός τομέας της οικονομίας θα οδηγείτο σε ραγδαία συρρίκνωση, ενώ ο ιδιωτικός τομέας θα κατόρθωνε την αναδιοργάνωσή του μέσω, βεβαίως, της επαναφοράς του στις αγορές κεφαλαίων.

Ομως, για να σταματήσει το χρέος να μεγαλώνει, θα έπρεπε το κράτος να μη δημιουργεί νέα χρέη, να μην ανακαλύπτουμε «σκελετούς» στα διάφορα κοφίνια του ευρύτερου δημόσιου τομέα και, γενικότερα, η κοινωνία μας να πάψει να εξαρτάται, στον βαθμό που συμβαίνει σήμερα, από την κρατική διαχείριση τόσο πολλών υπηρεσιών.

Πολλοί συγχέουν τη συρρίκνωση του κράτους με την απόλυση των 150 με 200 χιλιάδων εργαζομένων, που υπολογίζεται ότι δεν μπορεί να πληρώσει ο προϋπολογισμός, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Είναι σωστό ότι πολλοί απ’ αυτούς θα βρεθούν αντιμέτωποι με την ανεργία. Οι περισσότεροι όμως θα επιστρέψουν στην εργασία, επειδή αυτή θα είναι απαραίτητη στις επιχειρήσεις που θα σπεύσουν να καλύψουν το κενό που θα δημιουργηθεί.

Σε κάθε περίπτωση, όσο μένουμε στην Ευρωζώνη, θα χρειαστεί να διαχειριστούμε μια σημαντική εσωτερική υποτίμηση. Δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο σε αυτό και δεν είμαστε καθόλου μόνοι. Το μεγαλύτερο μέρος των οικονομιών του κοινού νομίσματος πιέζεται στην ίδια κατεύθυνση, αφού μοιραζόμαστε το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία (και μερικούς ακόμη επιτυχημένους), η οποία αρνείται να αυξήσει την κατανάλωσή της ή να επενδύσει συστηματικότερα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης ή να συναινέσει σε ταχύτερη μεταβίβαση πόρων, μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Χρειάζεται να παρατηρήσουμε ότι εσωτερική και εξωτερική υποτίμηση διαφέρουν μόνον στην τεχνική, αλλά καθόλου στις επιπτώσεις. Αξίες όπως εργασία, περιουσία, κέρδη κεφαλαίων θα χάσουν πολλές μονάδες. Η διαφορά βρίσκεται κυρίως στον πληθωρισμό, τον οποίο η εξωτερική υποτίμηση θα έστελνε στον ουρανό αν είχαμε δικό μας νόμισμα. Καλό για το εσωτερικό χρέος, πολύ κακό για το εξωτερικό. Η εσωτερική υποτίμηση θα οδηγήσει σε κατάρρευση μισθών και τιμών. Πρόκειται για το τίμημα και, τελικά, την αναστροφή της παραδοξότητας, που επέτρεπε στην Ελλάδα να δανείζεται χρήμα στο ίδιο πάνω-κάτω κόστος με τη Γερμανία. Οι αγορές πίστεψαν, τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο του 2008, ότι το ενιαίο νόμισμα, που είναι το ευρώ, μπορεί να έχει ενιαίο επιτόκιο, που το προσδιορίζει η ΕΚΤ και, επομένως, οι τίτλοι χρέους που εκδίδονται σε ευρώ είναι φερέγγυοι στον ίδιο βαθμό κι ας έχουν τα ξεχωριστά διακριτικά καθενός κράτους της Ζώνης.

Η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση αποκάλυψε ότι η παραδοχή αυτή της αγοράς ήταν οριστικά λανθασμένη. Από εδώ και πέρα, κάθε χώρα θα έχει πολύ διαφορετικά επιτόκια για τους τίτλους που εκδίδει κι ας είναι στο ίδιο νόμισμα. Τα σπρεντς θα πέσουν, ποτέ όμως στα παλιά χαμηλά. Η Ευρώπη των διαφορετικών ταχυτήτων είναι η νέα πραγματικότητα. Ομως, το τραγικό είναι ότι η τιμολόγηση ενός αφερέγγυου κράτους επηρεάζει το κόστος χρήματος σε ολόκληρη την οικονομία. Οι οικονομικοί παράγοντες που επενδύουν και εργάζονται στην Ελλάδα θα πρέπει να υπολογίζουν σ’ ένα ακριβότερο χρήμα, ακόμη κι αν πρόκειται για ξένους επενδυτές, αφού το επιτόκιο χρησιμεύει ως το βασικό εργαλείο μέτρησης της απόδοσης του κεφαλαίου.

Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση, υπάρχουν δύο λύσεις. Η πρώτη και ουσιαστική είναι ότι το ελληνικό κράτος πρέπει να μειώσει ταχύτατα το δημόσιο χρέος. Η δεύτερη είναι ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται ταχύτατα μεγαλύτερες επιχειρήσεις, ξεκινώντας από τις τράπεζες, ώστε να επιδιώξουν ανεξάρτητη τιμολόγηση των δικών τους δραστηριοτήτων, από τη στιγμή βεβαίως που θα επιστρέψουμε στις αγορές κεφαλαίων. Κάτι που θα συμβεί, σε υπολογίσιμη κλίμακα, όταν, με τη συνεπή εφαρμογή του Μνημονίου, θα έχει διαγραφεί ο κίνδυνος που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί.

Ευτυχώς για τη χώρα, το γερμανογαλλικό σχέδιο, στη βάση του οποίου διαμορφώνεται το Νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, θα είναι έτοιμο περίπου στον ίδιο χρόνο με εκείνον που χρειαζόμαστε εμείς για την επιστροφή μας σ’ έναν κάπως πιο ενάρετο κύκλο. Κάπου εκεί θα παιχθεί και το μέλλον της χώρας στην Ευρωζώνη. Κανείς, άλλωστε, δεν μπορεί να φαντασθεί τους πολιτικούς μας να εφαρμόζουν τον ακόλουθο κανόνα: «Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της κρατικής δαπάνης να μην ξεπερνά έναν ήπιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, εκτός αν ο Μεσοπρόθεσμος Στόχος (έλλειμμα κάτω από 3%) έχει επιτευχθεί ή έχουν ληφθεί ισόποσου αποτελέσματος μέτρα στην πλευρά των κρατικών εσόδων».

Ελα όμως που παρόμοιες απειθαρχίες θα κοστίζουν πανάκριβα: αν ίσχυαν σήμερα οι νέοι κανόνες, η Ελλάδα θα κατέβαλλε περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο. Αυτό τουλάχιστον προβλέπει η προτεινόμενη αλλαγή στο άρθρο 136 της Συνθήκης, που ζητά την υποχρεωτική και άτοκη κατάθεση του 0,2% του ΑΕΠ του κράτους που έχει υπαχθεί υπό παρακολούθηση λόγω υπερβολικού ελλείμματος. Ενδεχόμενη εμμονή θα προκαλεί περικοπή επιδοτήσεων και ακόμη μεγαλύτερο πρόστιμο. Είναι προφανές ότι όλα αυτά θα μετατρέψουν την ευρωπαϊκή μας υπόσταση σε ατελείωτο εφιάλτη. Πριν το χρέος αφανίσει το έθνος, θα έχει καταρρεύσει η ευρωπαϊκή μας υπόσταση!